Project Description
Η οστεομυελίτιδα είναι η λοίμωξη των οστών που οφείλεται σε διάφορους μικροοργανισμούς. Διαχωρίζεται σε οξεία και σε χρόνια νόσο. Η οξεία νόσος χαρακτηρίζεται από διαπυητική φλεγμονή η οποία συνοδεύεται από αγγειακή θρόμβωση, υπεραιμία και οίδημα. Προσβάλει συνήθως την διάφυση και μπορεί να επεκταθεί εντός της άρθρωσης.
Συνήθως, υπεύθυνα παθογόνα είναι: staphylococcus aureus, staphylococcus epidermidis αλλά και αερόβια και αναερόβια gram-αρνητικά μικρόβια.
Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι: ανοιχτά κατάγματα, χειρουργική ανάταξη καταγμάτων, χρόνιες λοιμώξεις μαλακών μορίων, σακχαρώδης διαβήτης, ανοσολογική ανεπάρκεια, υποσιτισμός, κακοήθειες, χρόνια υποξία, φλεβική ανεπάρκεια.
Τα συμπτώματα κυρίως είναι πόνος με διάρκεια που ποικίλει από 1-3 μήνες, οίδημα, διόγκωση και ερυθρότητα του πάσχοντος οστού, ελαττωμένη κινητικότητα του μέλους, πυρετός. Κλινικά οι πρωτοδιαγνωθήσες οστεομυελίτιδες θεωρούνται οξείες και η υποτροπή της νόσου αξιολογείται ως χρόνια.
Θεραπεία με Υπερβαρικό Οξυγόνο
Η οστεομυελίτιδα αποτελεί σοβαρή πάθηση με κίνδυνο υποτροπών όταν δεν παρέχεται η κατάλληλη και ολοκληρωμένη θεραπευτική αγωγή. Στόχος μας στη αντιμετώπιση της οστεομυελίτιδας είναι να αντιμετωπιστούν τα παθογόνα μικρόβια, ο πόνος και να μειωθεί το οίδημα. Ο ασθενής χρήζει συντηρητικής αντιμικροβιακής αγωγής και πολλές φορές μπορεί να είναι απαραίτητος και ο χειρουργικός καθαρισμός με διάνοιξη και παροχέτευση του αποστήματος. Παράλληλα ιδιαίτερα σημαντική για την αντιμετώπιση της οστεομυελίτιδας είναι και η θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο.
Το υπερβαρικό οξυγόνο έχει:
- Αντιμικροβιακή δράση:
- Καταστρέφει ή εμποδίζει την ανάπτυξη των μικροβίων εκείνων που αναπτύσσονται σε χαμηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου (αναερόβια μικρόβια)
- Αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό ορισμένων ειδών αεροβίων μικροβίων (μικροβιοστατική δράση)
- Παρέχει το απαραίτητο οξυγόνο στους μηχανισμούς αμύνης των πολυμορφοπύρηνων λευκών αιμοσφαιρίων για να «σκοτώσουν» τα μικρόβια.
- Αυξάνει την αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών.
- Αποιδηματική δράση. Διεγείρεται η κυκλοφορία του αίματος και το οίδημα μειώνεται.
- Ισχυρή αντι – φλεγμονώδη δράση. Ελαττώνει την ενεργοποίηση των λευκοκυττάρων στο ενδοθήλιο των αγγείων που έχουν βλάβη, με αποτέλεσμα να μειώνεται η φλεγμονή.
- Προάγει την αγγειογένεση. Διεγείρει το σχηματισμό νέων τριχοειδών αγγείων και νευρικών απολήξεων σε ιστούς που είναι φτωχοί σε αιμάτωση.
- Ενισχύει την οξυγόνωση των ιστών και αντιμετωπίζεται η υποξία.