Project Description
Η αιματουρία και η αιμορραγική κυστίτιδα αποτελεί συχνό και σημαντικό πρόβλημα των ασθενών με καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, του προστάτη και του τραχήλου της μήτρας. Εάν συνδυάζεται με σχηματισμό πηγμάτων, μπορεί να προκαλέσει πλήρη απόφραξη της κύστης και επίσχεση ούρων.
Η αιμορραγική κυστίτιδα θεωρείται η βασικότερη παρενέργεια της ακτινοθεραπείας και οι επιπλοκές της από την ουροδόχο κύστη μπορούν να εμφανιστούν μεταξύ 2 μηνών έως και πλέον των 20 ετών, μετά την ολοκλήρωση της ακτινοθεραπείας. Εμφανίζονται σε ποσοστό που κυμαίνεται από 5 έως 12%, με την αιμορραγία να φθάνει το 9% των περιπτώσεων.
Κατά παράδοση, η σημαντική αιματουρία θεραπεύεται με διάφορους τρόπους. Οι πλύσεις κύστεως αποτελούν σχεδόν πάντα την πρωταρχική θεραπεία. Οι ενδοκυστικές εγχύσεις διαλυμάτων αλουμινίου, νιτρικού αργύρου, φαινόλης ή φορμαλίνης αποτελούν θεραπείες δεύτερης γραμμής. Διάφορα σκευάσματα από του στόματος καθώς και ενδοφλέβιας χορήγησης, χορηγούνται είτε παράλληλα είτε ως αγωγή τρίτης γραμμής. Παρ’ όλα αυτά, καμία από τις παραπάνω θεραπείες δεν θεραπεύει τη μετακτινική αιμορραγική κυστίτιδα, ούτε προφυλάσσουν από την υποτροπή της σημαντικής αιματουρίας. Επιπλέον ορισμένα από αυτά μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες ή μπορεί να επιδεινώσουν την ίνωση της ουροδόχου κύστης που προκλήθηκε από την ακτινοβολία, οδηγώντας σε μικρής χωρητικότητας ουροδόχου κύστη.
Αρχικά, η ακτινοβολία της ελάσσονος πυέλου, προκαλεί οίδημα και φλεγμονή του βλεννογόνου. Ακολουθεί αιμορραγία και διάμεση ίνωση. Η αποφρακτική ενδαρτηρίτιδα στα μικρά αιμοφόρα αγγεία, οδηγεί σε οξεία και χρόνια ισχαιμία του κυστικού τοιχώματος και προοδευτικά σε ίνωση των λείων μυικών ινών λόγω κυτταρικής υποξίας. Η αυξημένη μερική πίεση οξυγόνου λόγω της θεραπείας με Υπερβαρικό Οξυγόνο, αυξάνει τη μερική πίεση οξυγόνου στους ιστούς του κυστικού τοιχώματος. Η υπεροξία προάγει τη νεοαγγείωση και την ανάπτυξη των φυσιολογικών κυστικών ιστών. Η αγγειογένεση επάγεται από τα ιστικά μακροφάγα σαν απάντηση στην οξεία μεταβολή της πίεσης του οξυγόνου. Το ιστικό οξυγόνο παραμένει σχεδόν σε φυσιολογικά επίπεδα για πολλά χρόνια μετά τη θεραπεία με Υπερβαρικό Οξυγόνο, υποδηλώνοντας πως η αγγειογένεση είναι μόνιμη. Η αγγειοσύσπαση και ο έλεγχος της αιμορραγίας και η βελτίωση της ιστικής επούλωσης και του ανοσολογικού μηχανισμού, συνιστούν επιπλέον επωφελείς επιδράσεις του ΥΒΟ στους ιστούς. Για τους λόγους αυτούς, το υπερβαρικό οξυγόνο είναι η μοναδική θεραπεία η οποία πιστεύεται πως αναστρέφει την οφειλόμενη στην ακτινοβολία αγγειακή παθοφυσιολογία.
Η επιτυχία του ΥΒΟ είναι ανεξάρτητη από το μεσοδιάστημα από την ακτινοβολία όπως και από τις προηγηθείσες ενδοκυστικές εγχύσεις. Φαίνεται όμως πως η νεαρή ηλικία, οι μικρότερες δόσεις ακτινοβολίας και η έναρξη της θεραπείας με υπερβαρικό οξυγόνο μέσα σε 6 μήνες από την έναρξη της αιματουρίας, συνοδεύονται από καλύτερα αποτελέσματα.
Το υπερβαρικό οξυγόνο μπορεί ν’ αποτελέσει θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς με μετακτινική αιμορραγική κυστίτιδα, θεραπεία που είναι αποτελεσματική και ασφαλής, τόσο για τη δομή της κύστης όσο και για τους ασθενείς. Η έναρξη της θεραπείας μέσα στους πρώτους 6 μήνες είναι προς όφελος των ασθενών, το δε ποσοστό επιτυχίας είναι ανεξάρτητο της δόσης ή του βαθμού μετάγγισης.